εξακύλινδρος

εξακύλινδρος
η , ο [ος , ον ] щестицилиндровый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξακύλινδρος" в других словарях:

  • εξακύλινδρος — η, ο (για μηχανές) αυτός που έχει έξι κυλίνδρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύλινδρος] …   Dictionary of Greek

  • εξακύλινδρος — η, ο (για κινητήρες εσωτερικής καύσης), που έχει έξι κυλίνδρους: Μηχανή εξακύλινδρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξα- — α συνθετ. λέξεων που δηλώνει ότι αυτό το οποίο σημαίνει το β συνθετ. υπάρχει ή γίνεται έξι φορές: Εξακύλινδρος. – Εξαψήφιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»